όρια και συμπεριφορά

Τα όρια στη συμπεριφορά των παιδιών μας 

   Η οριοθέτηση της συμπεριφοράς είναι αυτό που βοηθά το παιδί να κατανοήσει τους κανόνες και τις προσδοκίες των γονέων του. Τα όρια που τίθενται στη συμπεριφορά καθορίζουν επίσης την ισορροπία της δύναμης και της εξουσίας στις οικογενειακές σχέσεις και συνιστούν ένα ουσιώδες στοιχείο στην ανατροφή των παιδιών.
   Μελέτες αναφέρουν ότι όταν οι γονείς θέτουν σταθερά όρια, τα παιδιά μεγαλώνουν έχοντας μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, σε αντίθεση με τα παιδιά στα οποία επιτρέπεται να συμπεριφέρνονται όπως τους αρέσει. Τα παιδιά με καλή προσαρμογή έχουν τρυφερούς, περιποιητικούς και υποστηρικτικούς γονείς, οι οποίοι ασκούν έλεγχο με λογικό τρόπο και έχουν υψηλές προσδοκίες. Ο σταθερός έλεγχος που δεν περιορίζει τις ευκαιρίες για πειραματισμό και επιτρέπει την αυθόρμητη έκφραση σχετίζεται με την ανεξαρτησία του παιδιού.
   Αμέσως μετά την αγάπη, το σπουδαιότερο δώρο του γονιού προς το παιδί είναι η αίσθηση της πειθαρχίας. Οι περισσότεροι γονείς παραδέχονται ότι είναι πολύ σημαντικό να θέτουν όρια, εντούτοις ένα από τα δυσκολότερα εγχειρήματά τους είναι να βάλουν σε πράξη αυτήν την παραδοχή και μάλιστα με τρόπο σταθερό και αποτελεσματικό. Όταν και οι δυο γονείς δουλεύουν όλη μέρα και λείπουν από το σπίτι, απεχθάνονται να εφαρμόζουν κανόνες πειθαρχίας τις λιγοστές ώρες που βρίσκονται με τα παιδιά τους. Όμως τότε είναι που πολλές φορές τα παιδιά θα δοκιμάσουν την προκλητική τους συμπεριφορά.
   Όμως πειθαρχία σημαίνει διδασκαλία, όχι τιμωρία. Χωρίς πειθαρχία, τα παιδιά, ήδη από το δεύτερο έτος της ζωής τους, συμπεριφέρνονται σαν να είναι κακομαθημένα. Η σταθερή πειθαρχία που αφορά σημαντικά ζητήματα δεν αποτελεί απειλή για την προσωπικότητα του παιδιού. Ίσα-ίσα, είναι μέρος της πορείας του προς την αυτογνωσία. Οι γονείς θα πρέπει να διδάξουν όρια στα παιδιά, χωρίς να επιδεινώνουν την κατάσταση. Για παράδειγμα, μερικά παιδιά ηλικίας 3 – 6 ετών σε κάποιο ξέσπασμά τους πετούν ή σπάζουν αντικείμενα. Στο τέλος της ημέρας ή κάποια άλλη στιγμή που είναι πολύ κουρασμένο, το παιδί χάνει τον έλεγχό του. Αρχικά, ας του δώσουμε να καταλάβει ότι αυτό δεν πρέπει να το κάνει, ότι δε θα το αφήσουμε να το κάνει, όσο περνάει από το χέρι μας. Καθόμαστε κοντά του και το αγκαλιάζουμε ώσπου να είναι σε θέση να μας ακούσει. Τότε κουβεντιάζουμε  το λόγο για τον οποίο νομίζουμε ότι θέλησε να το κάνει και του δείχνουμε ότι ξέρουμε καλά πόσο άσχημα αισθάνεται γι’ αυτή την καταστροφική και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά του. Το διαβεβαιώνουμε ότι θα προσπαθήσουμε να το βοηθήσουμε προτού του ξανασυμβεί. Το ρωτάμε τι νομίζει ότι θα μπορούσε να το σταματήσει. Αν αυτό που προτείνει φέρνει αποτέλεσμα, το επαινούμε ζωηρά. Αυτό βοηθά ιδιαίτερα στην ανάκτηση του αυτοελέγχου.
     Ας επιχειρήσουμε να αναφέρουμε  ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την πειθαρχία.
     Προσαρμόζουμε  την πειθαρχία στο στάδιο ανάπτυξης του παιδιού. Αν πρόκειται για βρέφος ή νήπιο που μόλις άρχισε να στέκεται στα πόδια του, προσπαθήστε κατ’ αρχήν να στρέψετε την προσοχή του σε μια άλλη δραστηριότητα. Αν αυτό δεν φέρει αποτέλεσμα – δυστυχώς δε φέρνει πάντα – ίσως χρειαστεί να το απομακρύνετε  μόνοι σας. Για ένα παιδί πάνω από δύο ετών, η πειθαρχία πρέπει πάντα να περιλαμβάνει μια εξήγηση για τους λόγους που το οδήγησαν να ‘παρασυρθεί’ και να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δοκιμάστε να σκεφτείτε τι ώθησε το παιδί σε αυτή την συμπεριφορά και δώστε του την ευκαιρία να το καταλάβει μόνο του. Η πειθαρχία πρέπει να ταιριάζει στο κάθε παιδί. Χρησιμοποιούμε όλα όσα ξέρουμε γύρω από το χαρακτήρα και τις ευαισθησίες του. Ένα ευαίσθητο παιδί μπορεί να συντριβεί με κάποιο είδος τιμωρίας, η οποία μπορεί, αντίθετα, να είναι ιδανική για ένα ζωηρό, υπερκινητικό παιδί.
      Όταν το παιδί μας είναι μαζί με άλλα παιδιά, προσπαθούμε να μην ανακατευόμαστε. Όταν επεμβαίνουμε σε μια κατάσταση, την μετατρέπουμε από μια απλή συναναστροφή παιδιών σε μια περίπλοκη επικοινωνία, όπου τουλάχιστον οι μισές αντιδράσεις του παιδιού μας έχουν στόχο εμάς τους ίδιους.
     Προσφέρουμε στο παιδί πρότυπα συμπεριφοράς για μίμηση. Δοκιμάζουμε να το βοηθήσουμε να ελέγξει τον εαυτό του ή να βρει τρόπους να αντιμετωπίσει μια κατάσταση, δίνοντάς του παραδείγματα. Συχνά ο τρόπος που το βοηθάμε να λύσει μια διαφορά είναι πολύ πιο διδακτικός από χίλιες λέξεις. Μια σταθερή, άμεση αλλά και γεμάτη αγάπη προσέγγιση είναι σίγουρα το καλύτερο πρότυπο για μίμηση που μπορούμε να του προσφέρουμε.
     Ζητάμε τη γνώμη του παιδιού για το τι θα μπορούσε να βοηθήσει την επόμενη φορά. Και το δοκιμάζουμε. Αν φέρει αποτέλεσμα, το επαινούμε.
     Η σωματική τιμωρία έχει πολύ χειροπιαστά μειονεκτήματα. Ας θυμηθούμε τι σημαίνει για το παιδί, να μας δει να χάνουμε την ψυχραιμία μας και να αντιδρούμε με τη χρήση σωματικής βίας. Ας προσέξουμε τα διφορούμενα μηνύματα. Καθώς του λέμε «Μη χτυπάς» ή «Μην το κάνεις αυτό», αν εμείς κατά βάθος δεν έχουμε πειστεί, ίσως αυξήσουμε την έλλειψη αυτοελέγχου στο παιδί μας.
     Ας σταθούμε κι ας εκτιμήσουμε πάλι τις περιπτώσεις στις οποίες η πειθαρχία δεν έφερε αποτέλεσμα. Μήπως αντιδρούμε πολύ σκληρά και επομένως αναποτελεσματικά; Μήπως το παιδί μας αντιδρά με τρόπο που υποδηλώνει ότι έχει άγχος ή ότι χρειάζεται περισσότερη στοργή; Ας θυμόμαστε πάντα να ενισχύουμε θετικά το παιδί μας όταν δεν μας ταλαιπωρεί: «Μπράβο το παιδί μου. Κοίταξε πόσο προσπάθησες να ελέγξεις τον εαυτό σου! Είμαι πολύ περήφανος/η για σένα!».
    Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να διακρίνουμε και να τονίσουμε τη σημασία της χρήσης του θετικού λόγου. Αν τελικά, διαλέγουμε να αναθρέψουμε και να εκπαιδεύσουμε νέους δημιουργικούς, με αυτό-εκτίμηση, ικανούς όχι μόνο να ανταπεξέρχονται στη ζωή τους με χαμόγελο – δύναμη – συνέπεια αλλά και να χαράσσουν τη δική τους πορεία με επιτυχία, θέτουμε ως στοιχειώδη προϋπόθεση την καλλιέργεια της χρήσης του θετικού λόγου πρώτα στους ενηλίκους και μετά στους ανηλίκους. Ξεκινάμε, λοιπόν, χωρίς καθυστέρηση, να βγάλουμε από το καθημερινό μας λεξιλόγιο λέξεις όπως «φοβερό» (προκαλεί φόβο) ή «τρομερό» (προκαλεί τρόμο) καθώς και να συνηθίσουμε να αρχίζουμε τις προτασούλες μας χωρίς τα αρνητικά μόρια «δεν» και «μην» αλλά ας τα αντικαταστήσουμε με το «ας…». Αναγκαστικά, τότε συνεχίζουμε προτείνοντας το θετικό κομμάτι της δραστηριότης / στόχου / συμπεριφοράς στο οποίο επιθυμούμε να φτάσουμε. Εκτός κι αν έχουμε σκοπό να ετοιμάσουμε νέες και νέους οι οποίοι θα στήσουν τη ζωή και την κοινωνία τους στο «μην» και στο «δεν»…
    Τι μπορούμε να κάνουμε όταν το παιδί μας αρνείται να μοιραστεί το παιχνίδι του με το αδερφάκι ή το φίλο του;  
    Όταν τα παιδιά σας μαλώνουν για τα παιχνίδια τους, δεν μπορούμε να τα μάθουμε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή να μοιράζονται τα παιχνίδια τους. Βάζουμε στόχο να τους «διδάξουμε» αυτό το μάθημα με έναν τρόπο που δεν τα θίγει, που δεν τους δημιουργεί, δηλαδή, ενοχές ή άσχημα συναισθήματα για το άλλο παιδάκι. Τα παιδιά είναι ευαίσθητα στα ‘σιωπηλά μηνύματα’ ή, αν θέλετε, επεξεργάζονται το μήνυμα με τον τρόπο κατά τον οποίο τα ίδια αντιλαμβάνονται και συναινούν. Για παράδειγμα, αν απαιτήσουμε από το μεγαλύτερο παιδί να παραδώσει το παιχνίδι με το οποίο ασχολείται στο μικρότερο αδερφάκι του, αυτό που θα καταλάβει το μεγαλύτερο είναι ότι αγαπάμε περισσότερο το μικρότερο ή – στην περίπτωση του φίλου – ότι εκτιμάτε περισσότερο το «ξένο» παιδάκι από το δικό μας. Ας  μην κάνουμε τα παρακάτω λάθη:
1. Ας μην αρπάζουμε το παιχνίδι από τα χέρια του.
Τι πιστεύετε ότι εισπράττει ένα παιδί όταν του αρπάζουν το παιχνίδι από τα χέρια και το δίνουν σε άλλο παιδί; Φανταστείτε ότι εισβάλλει στο γραφείο σας το αφεντικό σας, αρπάζει το laptop σας και το δίνει σε κάποιον άλλο συνάδελφό σας. Θεωρείτε ότι αυτή η χειρονομία θα σας κάνει, στη συνέχεια, να θέλετε να μοιραστείτε τα πράγματά σας; Μόνον εφόσον συντρέχουν λόγοι ασφάλειας δικαιολογείται να αρπάξουμε από τα χέρια του παιδιού μας το παιχνίδι του. Εάν καταλήξουμε να χρησιμοποιήσουμε βία για να του το αποσπάσουμε, απλώς διδάσκουμε στο παιδί μας να κάνει το ίδιο. Προσπαθούμε να του ζητήσουμε το παιχνίδι, προτείνοντας το χέρι μας και με χαμηλό τόνο στη φωνή μας.
2. Ας μην υποχρεώνουμε το μεγαλύτερο να δίνει τα παιχνίδια του στο μικρότερο.
Είναι συνηθισμένη περίπτωση το μεγαλύτερο παιδί σας να παίζει με το βιβλίο του, το στυλό του, το παιχνίδι του και το μικρότερο να θέλει, την ίδια ώρα, να απασχοληθεί και αυτό με τα ίδια αντικείμενα. Είναι, όμως, δίκαιο το μεγαλύτερο παιδί σας να μοιραστεί το παιχνίδι του απλώς και μόνο επειδή αυτή είναι η επιθυμία του μικρότερου; Ας μην ξεχνάτε ότι το να μάθουμε στα παιδιά σας να σέβονται το χώρο του άλλου είναι τόσο σημαντικό, όσο και το αίσθημα γενναιοδωρίας που προσπαθούμε να τους εμφυσήσουμε.
3. Ας μην τα βάζουμε να παίζουν με τη σειρά.
Μια στρατηγική που χρησιμοποιούν οι γονείς για να διδάξουν τα παιδιά τους να μοιράζονται είναι να μοιράζουν τα ίδια παιχνίδια στο καθένα απ' αυτά, σε διαδοχικές χρονικές περιόδους. Για παράδειγμα, πολύ συχνά λέμε στα παιδιά μας «σήμερα με την μπάλα θα παίξεις εσύ και αύριο ο αδελφός σου»… Για να έχει η κίνησή μας διδακτική αξία, θα πρέπει πρώτα τα παιδιά να καταλάβουν την έννοια του χρόνου. Λαμβάνουμε, όμως, υπόψη μας ότι η αίσθηση του χρόνου δεν αναπτύσσεται στο παιδί πριν από  την ηλικία των τριών χρόνων. Άρα, είναι μάταιο να ζητάμε από ένα παιδί μικρότερο των πέντε ετών να πειθαρχήσει. Ίσως να μας ευχαριστήσει δίνοντας το παιχνίδι του, αλλά σίγουρα η κίνησή του αυτή δεν είναι αποτέλεσμα του μαθήματος που του δώσαμε.
Κινήσεις που πρέπει να κάνουμε:
1. Ας αναζητήσουμε λύσεις
Τους δίνουμε να καταλάβουν ότι είναι υπεύθυνα για τη διαμάχη και τα ενθαρρύνουμε να βρουν μόνα τους τη λύση. Ένας τρόπος είναι να πούμε: «Εντάξει, έχουμε ένα πρόβλημα εδώ. Και οι δυο σας θέλετε να παίξετε με το ίδιο παιχνίδι, αλλά αυτό δεν είναι δυνατό… Πώς μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα;» Στη συνέχεια, αποτραβιόμαστε, όσο αυτό είναι δυνατό, και αφήνουμε τα παιδιά να λύσουν μόνα τους τη διαφορά. Μια άλλη στρατηγική που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε είναι να τους δώσουμε εναλλακτικές λύσεις και να τα παροτρύνουμε να διαλέξουν.

2. Ας ζητήσουμε συγνώμη για το παιδί μας
Πολλές φορές θα μας έτυχε να αρπάξει το παιδί μας το παιχνίδι ενός άλλου παιδιού. Ας μη φοβηθούμε να ζητήσουμε εμείς συγνώμη γι’ αυτό. Με αυτήν τη στάση μας δείχνουμε στο άλλο παιδάκι ότι το σεβόμαστε και δίνουμε, έτσι, στο δικό μας, ένα καλό παράδειγμα. Η δική μας συμπεριφορά είναι σίγουρα το καλύτερο παράδειγμα: Αν εμείς δεν είμαστε κτητικοί στην καθημερινή μας ζωή, τα παιδιά μας λαμβάνουν το μήνυμα.

3. Ας παρακολουθούμε χωρίς να παρεμβαίνουμε
Αντιστεκόμαστε στον πειρασμό να μπούμε ανάμεσα στα παιδιά που μαλώνουν για ένα παιχνίδι ή να χάσουμε την ψυχραιμία μας και να τους φωνάξουμε, εκτός βέβαια κι αν φτάσουν στο σημείο να πιαστούν στα χέρια. Η ανάμιξή μας στην υπόθεση κάνει στο τέλος κάποιο από τα παιδιά να πληγωθεί. Ακόμα, τα παιδιά μας μαθαίνουν να εξαρτώνται από εμάς για να λύσουν τις διαφορές τους. Εάν επέμβουμε, κάποιο από τα παιδιά θα βγει δικαιωμένο και κάποιο αδικημένο και κάθε φορά που διεκδικούν κάτι, θα περιμένουν από τη μαμά και τον μπαμπά να δώσουν τη λύση.

4. Ας του αποσπάσουμε την προσοχή
Είναι αρκετά εύκολο να αλλάξουμε τη διάθεση του παιδιού, αποσπώντας την προσοχή του και κάνοντάς το να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό. Είναι υποχρεωτικό, σε κάθε ασυμφωνία με τους συνηλίκους, να του διδάσκουμε πώς να μοιράζεται; Άλλωστε τα μικρότερης ηλικίας παιδιά είναι εύκολο να ενδιαφερθούν για άλλα πράγματα σε ‘χρόνο ρεκόρ’!

5. Ας «μπούμε» στην ψυχολογία του
Ένα παιδί μπορεί να είναι γενναιόδωρο με τους φίλους του, αλλά όχι και με τ’ αδέρφια του. Γιατί συμβαίνει αυτό; Απλώς, το μικρό μας λειτουργεί έτσι επειδή αισθάνεται ότι στο σπίτι δεν μπορεί ακόμα να οριοθετήσει το χώρο με τα πράγματά του και επιπροσθέτως αισθάνεται ανταγωνιστικά. Μπορούμε να αλλάξουμε τη συμπεριφορά τους, βοηθώντας τα παιδιά μας να συνειδητοποιήσουν πράγματα που κάνουν το ένα για το άλλο. Ένα απλό σχόλιο σε ανύποπτο χρόνο «Ήταν πολύ ωραία η κίνηση του αδελφού σου να σου δώσει το ηλεκτρονικό του», είναι μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται.

6. Ας επιβραβεύσουμε τη γενναιοδωρία του
Η επιθυμία του να καλέσει πέντε φίλους του στο σπίτι αντί για δύο και να ετοιμάσουμε  λιχουδιές για όλη την παρέα μπορεί να μας εκνευρίσει. Του αναγνωρίζουμε όμως τις καλές του προθέσεις και αντί να το επιπλήξουμε, το επαινούμε για το ότι είναι καλός φίλος. Οφείλουμε να του εμφυσήσουμε από νωρίς τη διάθεσή του να μοιράζεται.

Ας θυμόμαστε πως
  • απαιτείται σεβασμός της ανάγκης του παιδιού για κτητικότητα.
  • χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας τη συναισθηματική ωριμότητα του παιδιού μας.
  • ίσως το μόνο που χρειάζεται είναι η καθημερινή συναναστροφή του παιδιού μας με τους /τις συνηλίκους του .      

Βασιλική Παπαδοπούλου, δασκάλα Τμ. Ένταξης


Δεν υπάρχουν σχόλια: